Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυρός -ή -ό [firós] Ε1 : 1. που έχει μειωθεί σε όγκο ή σε βάρος (ή και στα δύο). 2. που έχει ζαρώσει, συρρικνωθεί, που μίκρυναν οι διαστάσεις του: Tα σανίδια είναι φυρά, αφήνουν κενά μεταξύ τους. 3. που αφήνει κενό διάστη μα, άνοιγμα, χαραμάδα: Άσε την πόρτα φυρή. 4. (μτφ.) που έχουν μειωθεί οι πνευματικές του ικανότητες, η αντίληψη, η κρίση του: Φυρό μυα λό. Ο καημένος είναι λίγο ~.
[αρχ. φυρ(ῶ δες στο φυραίνω) -ός (αναδρ. σχημ.)]



