Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλάγγι 1 το [falángi] Ο44 : είδος δηλητηριώδους αράχνης με μικρό στρογγυλό σώμα και πολύ μακριά πόδια.
[αρχ. φαλάγγιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλάγγι 2 το : 1. καθένα από τα δοκάρια που είναι τοποθετημένα στη σχά ρα της ναυπηγικής κλίνης και που επάνω τους στηρίζεται το σκάφος που ναυπηγείται. 2. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια που είναι τοποθετημένα κάτω από μεγάλα βάρη (σκάφη κτλ.) για να διευκολύνουν τη μετακίνησή τους: Bάλε τα φαλάγγια να τραβήξουμε έξω τη βάρκα. || (ως επίρρ.) στη ΦΡ παίρνω κπ. ~, νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~.
[ελνστ. φαλάγγιον υποκορ. του φάλαγξ (δες στο φάλαγγα 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλαγγίτης ο [falangítis] Ο10 θηλ. φαλαγγίτισσα [falangítisa] Ο27 : στρατιώτης, μέλος φάλαγγας. || μέλος παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης.
[λόγ. < ελνστ. φαλαγγίτης `στρατιώτης στη φάλαγγα 1΄ & σημδ. γαλλ. phalangiste < ισπαν. falange (στη νέα σημ.) < αρχ. φάλαγξ (δες στο φάλαγγα 1)· λόγ. φαλαγγίτ(ης) -ισσα]



