Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερασπίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερασπίζομαι [iperaspízome] Ρ2.1β & υπερασπίζω [iperaspízo] Ρ2.1α : 1.βοηθώ ή προστατεύω κπ. ή κτ. που απειλείται από έναν κίνδυνο: ~ την πατρίδα μου. H λέαινα υπερασπίστηκε τα παιδιά της με αυτοθυσία. || Συσπειρώθηκαν για να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα, να προστατέψουν. Yπερασπίζεται με πάθος τις ιδέες, τις απόψεις, τις θέσεις του. 2. υποστηρίζω κπ. ο οποίος κατηγορείται για κτ.: Ποιος δικηγόρος θα σε υπερασπίσει στο δικαστήριο; Όλοι ήταν εναντίον του και μόνο εγώ τον υπερασπίστηκα. Πρέπει να υπερασπίσεις την υπόληψή μου. Δεν είναι ικανός να υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερασπίζω & μέσο ίσως κατά το αμύνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go