Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπαγωγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαγωγή η [ipaγojí] Ο29 : 1.ένταξη σε μια ιεραρχημένη σειρά: ~ στη δικαιοδοσία κάποιου. ~ όλων των υπηρεσιών υπό ενιαία διοίκηση. 2. κατάταξη σε ένα ευρύτερο σύνολο: H ~ των καλλυντικών στα είδη πολυτελείας. || ~ λήμματος, ένταξη δευτερεύοντος λήμματος σε πρωτεύον.

[λόγ. < αρχ. ὑπαγωγή `βαθμιαία οδήγηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go