Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υμνωδός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνωδός ο [imnoδós] Ο17 : αυτός που συνθέτει ύμνους ή ψάλλει ύμνους.

[λόγ. < αρχ. ὑμνῳδός `που ψάλλει ύμνους΄ (μσν. σημ.: `που συνθέτει΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go