Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυροτρίφτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυροτρίφτης ο [tirotríftis] Ο10 : (οικ.) τρίφτης για το τυρί.

[μσν. τυροτρίπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < τυρ(ίν) -ο- + τρίπτης (δες τρίφτης 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go