Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιγάδι το [tiliγáδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι.
[μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιγαδιάζω [tiliγaδjázo] -εται Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω το νήμα σε τυλιγάδι.
[τυλιγάδ(ι) -ιάζω]



