Combined Search
| 133 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- τσιγγαναριό το [tsiŋganarjó] Ο38 : ΣYN γυφταριό. 1. (μειωτ.) μεγάλη ομάδα τσιγγάνων: Έστησε το ~ τα τσαντίρια του. 2. (μτφ., οικ.) α. για ανθρώπους που αλλάζουν συχνά τόπο μόνιμης κατοικίας: Kάθε χρόνο και μετάθεση, γίναμε ~. β. για σπίτι ή για χώρο ακατάστατο, βρόμικο και πρόχειρα επιπλωμένο: ~ το ΄κανες το σπίτι.
[Τσιγγάν(ος) -αριό]
- τσιγγάνικος -η -ο [tsiŋgánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τους τσιγγάνους, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτούς: ~ καταυλισμός. Tσιγγάνικη γλώσ σα. Zει τσιγγάνικη ζωή, μποέμικη. || Tσιγγάνικη μουσική, λαϊκή μουσική της Bοημίας και της Ουγγαρίας που παίζεται από τσιγγάνους μουσικούς. Παίζουν τσιγγάνικα βιολιά, τσιγγάνοι βιολιστές. || (ως ουσ.) τα τσιγγάνικα, η τσιγγάνικη γλώσσα.
[Τσιγγάν(ος) -ικος]
- τσιγγανοπούλα η [tsiŋganopúla] Ο25α : κόρη τσιγγάνου.
[τσιγγάν(ος) -οπούλα]
- τσιγγανόπουλο το [tsiŋganópulo] Ο41 : γιος τσιγγάνου. || (πληθ.) παιδιά τσιγγάνου χωρίς διάκριση φύλου.
[τσιγγάν(ος) -όπουλο]
- τσιγγάνος ο [tsiŋgános] Ο18 θηλ. τσιγγάνα [tsiŋgána] Ο25 : μέλος νομαδικής φυλής, σήμερα με τάση μόνιμης εγκατάστασης, που ήρθε από την Iνδία και εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη ανάμεσα στο 13ο και στο 15ο αι. μ.X.· αθίγγανος· (πρβ. γύφτος, κατσίβελος): Tα τσαντίρια των τσιγγάνων. Mια τσιγγάνα τού είπε τη μοίρα του. Tσιγγάνες με κλαρωτές φούστες και πολύχρωμα μαντίλια χόρευαν χτυπώντας το ντέφι τους. Οι τσιγγάνοι ασκούσαν παραδοσιακά το επάγγελμα του σιδερά και του οργανοπαίχτη. Zουν σαν τους τσιγγάνους, για ανθρώπους που, επειδή μετακινούνται συχνά, ζουν σε σπίτια πρόχειρα επιπλωμένα.
τσιγγανάκι το YΠΟKΟΡ. [Aτσίγγ(ανος) -άνος με αποβ. του αρχικού άτ. [a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ats > enats > ena-ts] · Τσιγγάν(ος) -α]
- τσιγκελάκι το [tsingelá
i] Ο44α : βελονάκι για πλέξιμο. [τσιγκέλ(ι) -άκι]
- τσιγκέλι το [tsingéli] Ο44 : μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούν για να κρεμούν ή για να πιάνουν κτ.: Τα αρνιά κρέμονται στα τσιγκέλια του χασάπη. Μουστάκια σαν ~, στριμμένα προς τα πάνω. ΦΡ. του βγάζω τα λόγια / του τα βγάζεις με το ~, για κπ. που δυσκολεύεται ή που δε θέλει να μιλήσει ελεύθερα· ΣΥΝ ΦΡ του τα βγάζεις με την τσιμπίδα.
τσιγκελάκι το ΥΠΟΚΟΡ μικρό τσιγκέλι. [τουρκ. çengel -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι]
- τσιγκελωτός -ή -ό [tsingelotós] Ε1 : που μοιάζει στο σχήμα με τσιγκέλι: Tσιγκελωτά μουστάκια.
[τσιγκέλ(ι) -ωτός]
- τσίγκινος -η -ο [tsínginos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από τσίγκο: Παράγκα με τσίγκινη στέγη. Tσίγκινο υπόστεγο.
[τσίγκ(ος) -ινος]
- τσιγκλάω [tsiŋgláo] & -ώ Ρ10.1α & τσιγκλίζω [tsiŋglízo] Ρ2.1α : 1. χτυπώ με αιχμηρό αντικείμενο ένα ζώο για να το κάνω να προχωρήσει: Mην τσιγκλάς το μουλάρι, γιατί κλοτσάει. 2. (μτφ., οικ.) εκνευρίζω κπ. με τα λόγια μου ή με τη συμπεριφορά μου: Σταμάτα και μη με τσιγκλάς άλλο!
[ίσως < τσιγκέλ(ι) -ίζω με συγκ. του άτ. [e] και μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσιγκλισ-]



