Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιγκλάω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγκλάω [tsiŋgláo] & Ρ10.1α & τσιγκλίζω [tsiŋglízo] Ρ2.1α : 1. χτυπώ με αιχμηρό αντικείμενο ένα ζώο για να το κάνω να προχωρήσει: Mην τσιγκλάς το μουλάρι, γιατί κλοτσάει. 2. (μτφ., οικ.) εκνευρίζω κπ. με τα λόγια μου ή με τη συμπεριφορά μου: Σταμάτα και μη με τσιγκλάς άλλο!

[ίσως < τσιγκέλ(ι) -ίζω με συγκ. του άτ. [e] και μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσιγκλισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go