Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρολές ο [trolés] Ο13 : μηχανισμός στην οροφή τραμ ή τρόλεϊ, που αποτελείται από ένα μεταλλικό στέλεχος και ένα μικρό τροχό· μέσα από τον τροχό περνούν τα εναέρια σύρματα που τροφοδοτούν το όχημα με ηλεκτρικό ρεύμα.
[γαλλ. trolley -ς (< αγγλ. trolley)]



