Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραχειοτομή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραχειοτομή η [traxiotomí] Ο29 & τραχειοτομία η [traxiotomía] Ο25 : διάνοιξη της τραχείας για να δημιουργηθεί τεχνητή δίοδος του αέρα, σε περίπτωση που κάποιο εμπόδιο έχει φράξει τις αναπνευστικές οδούς του αρρώστου.

[λόγ. τραχεί(α) -ο- + -τομή, -τομία μτφρδ. γαλλ. trachéotomie (< αρχ. τραχε(ῖα) -ο- + -tomie = -τομία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go