Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τάκλιν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάκλιν το [táklin] Ο (άκλ.) : (ποδ.) διεκδίκηση, αφαίρεση της μπάλας από τον αντίπαλο, με έντονο αλλά επιτρεπόμενο από τους κανονισμούς τρό πο: Έπεσε στα πόδια του με ~ και του πήρε την μπάλα. Ο διαιτητής χαρακτήρισε φάουλ το επικίνδυνο / το βίαιο ~ του αμυντικού παίκτη.

[αγγλ. tackling]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go