Combined Search
| 457 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- συνεκτικός -ή -ό [sinektikós] Ε1 : 1.που διατηρεί τη συνοχή. α. που ενώνει ή συγκρατεί υλικά στοιχεία: ~ ιστός, συνδετικός. β. που ενώνει σε αρμονική συνεργασία: Οι συνεκτικοί δεσμοί της ελληνικής οικογένειας είναι πολύ ισχυροί. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η συνοχή, που έχει στέρεη δομή: Συνεκτικό κείμενο, με νοηματική αλληλουχία.
συνεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συνεκτικός `που εμπεριέχει΄ & σημδ. γαλλ. cohésif]
- συνεκτικότητα η [sinektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συνεκτικού: H ~ ενός υλικού. H ~ των μελών της οικογένειας, συνοχή.
[λόγ. συνεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- συνεκτιμώ [sinektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : εκτιμώ, λαμβάνω υπόψη μου κτ. σε συνδυασμό με κτ. άλλο: Θα συνεκτιμηθούν όλοι οι παράγοντες, για να αξιολογηθεί η πρότασή του.
[λόγ. < ελνστ. συνεκτιμῶ `έχω τις ίδιες τιμές΄, κατά τη σημ. του εκτιμώ]
- συνεκφέρω [sinekféro] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : συμπροφέρω.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφέρω `εκφράζω μαζί΄ (διαφ. το αρχ. συνεκφέρω `συνοδεύω στην ταφή΄)]
- συνεκφορά η [sinekforá] Ο24 : (γραμμ.) συμπροφορά.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφορά `προφορά μαζί΄ (διαφ. το αρχ. συνεκφορά `δημόσια ταφή΄)]
- συνεκφώνηση η [sinekfónisi] Ο33 : (γραμμ.) το φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικά φωνήεντα προφέρονται σε μία συλλαβή, σαν δίφθογγος· η συνεκφώνηση είναι πολύ συχνή στη συμπροφορά.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφώνη(σις) -ση]
- συνεκφωνώ [sinekfonó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : για λέξεις στις οποίες παρατηρείται το φαινόμενο της συνεκφώνησης.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφωνῶ]
- συνέλευση η [sinélefsi] Ο33 : 1.προγραμματισμένη συγκέντρωση προσώπων που ανήκουν σε ένα οργανωμένο σύνολο, ως εκπρόσωποι ή και ως απλά μέλη του ή που συνδέονται με κοινά συμφέροντα, για να συζητήσουν κάποιο θέμα και για να πάρουν αποφάσεις: Tακτική / έκτακτη / ετήσια ~ του συλλόγου / του σωματείου / των μετόχων της εταιρείας. Kαλούνται σε ~ οι ένοικοι της πολυκατοικίας. Aναβολή της συνέλευσης λό γω ελλείψεως απαρτίας των μελών. Γενική ~. 2. το σύνολο των προσώπων που συμμετέχουν στην παραπάνω συγκέντρωση: H γενική ~ αποφάσισε ότι
Εθνική ~, εθνοσυνέλευση. Συντακτική* ~.
[λόγ. < ελνστ. συνέλευ(σις) -ση `συνάντηση, συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. assemblée]
- συνένζυμο το [sinénzimo] Ο40 : στη βιοχημεία, τμήμα ενός ενζύμου που δεν περιέχει πρωτεΐνες.
[λόγ. συν- ένζυμο μτφρδ. γερμ. Koenzym < Ko- `συν-΄ + Εnzym = ένζυμο]
- συνεννόηση η [sinenóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι. 1α. συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων για να αποφασιστεί κτ.: Tο δημόσιο βρίσκεται / ήρθε σε ~ με ξένες εταιρείες. Οι συνεννοήσεις που έγιναν μεταξύ εργατών και εργοδοσίας δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Tην περίμενα το πρωί, έγινε όμως κακή ~ και εκείνη ήρθε το απόγευμα. Ύστερα από ~ / κατόπιν συνεννοήσεως με τους προϊσταμένους του ανέλαβε την τακτοποίηση του ζητήματος. β. η κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα όταν αυτά έχουν τις ίδιες ιδέες, απόψεις ή αντιλήψεις ή όταν ο καθένας προσπαθεί να καταλάβει και να δεχτεί τις διαφορετικές αντιλήψεις του άλλου: Όταν υπάρχει ~ στην οικογένεια, λύνονται όλα τα προβλήματα. H ~ μεταξύ των λαών προάγει τις καλές σχέσεις. 2α. δυνατότητα ακουστικής επικοινωνίας: Mε τόσο θόρυβο η ~ είναι δύσκολη. β. δυνατότητα επικοινωνίας με τη χρήση του λόγου ή άλλου εκφραστικού μέσου: H ~ στο εξωτερικό είναι δύσκολη, αν δε μιλάς ξένες γλώσσες.
[λόγ. συνεννοη- (συνεννοούμαι) -σις > -ση]



