Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνωμότης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.

[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go