Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμβεβλημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβεβλημένος -η -ο [simvevliménos] Ε3 : που έχει συμβληθεί με κπ.: Γιατροί συμβεβλημένοι με το δημόσιο / με το ταμείο εμπόρων, για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους.

[λόγ. μππ. του αρχ. συμβάλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go