Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στοματολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματολόγος ο [stomatolóγos] Ο18 θηλ. στοματολόγος [stomatolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία.

[λόγ. < γαλλ. stomatologue < stomato(logie) = στοματο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go