Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στερεοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοποίηση η [stereopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεοποιώ: ~ του νερού, μετατροπή του σε πάγο. ~ της λάβας / του λιωμένου μετάλλου με ψύξη.

[λόγ. < ελνστ. στερεοποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go