Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σο
267 items total [91 - 100]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσιαλίζων -ουσα -ον [sosialízon] Ε12 : που εφαρμόζει σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθεί σοσιαλιστική πολιτική: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.

[λόγ. μεε. του σοσιαλίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσιαλισμός ο [sosializmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομική θεωρία και σύστημα που πρεσβεύει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής: Ουτοπικός* / επιστημονικός / υπαρκτός* ~.

[λόγ. < γαλλ. socialisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσιαλιστής ο [sosialistís] Ο7 θηλ. σοσιαλίστρια [sosialístria] Ο27 : οπαδός του σοσιαλισμού. || (πληθ.) το κόμμα των σοσιαλιστών: Συμμετοχή των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση. || (ως επίθ.): Οι σοσιαλιστές υπουργοί.

[λόγ. < γαλλ. socialiste (-iste = -ιστής)· λόγ. σοσιαλισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσιαλιστικός -ή -ό [sosialistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σοσιαλισμό, που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλισμό ή στους σοσιαλιστές: Οι οπαδοί της σοσιαλιστικής θεωρίας. Σοσιαλιστικά κόμματα.

[λόγ. σοσιαλιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοσόνι το [sosóni] Ο44 : είδος κοντής κοριτσίστικης κάλτσας που φτάνει ως τον αστράγαλο. σοσονάκι το YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. chausson ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοτάρισμα το [sotárizma] Ο49 : η ενέργεια του σοτάρω.

[σοταρισ- (σοτά ρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοτάρω [sotáro] -ομαι Ρ6 : τσιγαρίζω.

[σοτ(έ) -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοτέ [soté] Ε (άκλ.) : για φαγητό από κρέας ή λαχανικά ψημένα σε καυτό βούτυρο.

[λόγ. < γαλλ. sauté]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σου 1 το [sú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα σίγμα.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα σίγμα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σου 2 το : είδος γλυκίσματος.

[λόγ. < γαλλ. chou]

< Previous   1... 8 9 [10] 11 12 ...27   Next >
Go to page:Go