Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουσαμόλαδο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουσαμόλαδο το [susamólaδo] Ο41 : λάδι που παράγεται από σουσάμι· σησαμέλαιο.

[σουσάμ(ι) -ο- + λάδ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go