Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σουπίνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουπίνο το [supíno] Ο39 : (γραμμ.) ρηματικό ουσιαστικό της λατινικής γλώσσας, το οποίο απαντά σε δύο μόνο τύπους (πτώσεις), σε -um (αιτιατική), όταν συντάσσεται με ρήμα που σημαίνει κίνηση, για να δηλωθεί ο σκοπός, και σε -u (αφαιρετική), όταν συντάσσεται με επίθετο, για να δηλωθεί η αναφορά.

[λόγ. < λατ. supin(um) -ον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go