Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαουδαραβικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαουδαραβικός -ή -ό [sauδaravikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σαουδική Aραβία ή στους Σαουδάραβες ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σαουδαραβική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[λόγ. Σαουδ(ική) Aραβ(ία) -ικός < αγγλ. Saudi Arabia (από τα αραβ., Saud όν. μονάρχη) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go