Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαδιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαδιστικός -ή -ό [saδistikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη σεξουαλική διαστροφή του σαδισμού: Σαδιστικές τάσεις / διαθέσεις. 2. που αισθάνεται ευχαρίστηση, όταν βασανίζει τους άλλους ή όταν τους βλέπει να υποφέρουν: ~ τύπος. || που χαρακτηρίζει το σαδιστή: Σαδιστική συμπεριφορά. σαδιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. σαδιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go