Combined Search
| 19 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- σιδηρο- [siδiro] & σιδηρό- [siδiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σιδηρ- [siδir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. σίδηρος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους. I1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο σίδηρο: ~βιομηχανία, ~βιομήχανος, ~μεταλλουργία· σιδηρουργείο, σιδηρωρυχείο· σιδηρουργός, ~πώλης. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι φτιαγμένο από σίδερο· (πρβ. σιδερο-I1): ~δοκός, ~κατασκευή, ~σωλήνας· σιδηρόκτιστος, ~παγής· σιδηρόφρακτος, ~γωνία και σιδερογωνία. β. αποτελείται από σίδηρο: σιδηρόκραμα. 3. (χημ., ορυκτ.) με αναφορά στο μετάλλευμα ή το χημικό στοιχείο: ~μαγγάνιο, ~πυρίτης. II. με αναφορά στο σιδηρο δρομικό δίκτυο: σιδηρόδρομος, ~τροχιά· ~δρομικός. III. με αναφορά στο σίδηρο ως στοιχείο των ιστών των ζώντων οργανισμών: ~πενία, ~πενικός.
[λόγ. < αρχ. σιδηρ(ο)- θ. του ουσ. σίδηρο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. σιδηρό-δετος `δεμένος με σίδερα΄, σιδηρο-φορῶ `κυκλοφορώ οπλισμένος΄ & μτφρδ.: σιδηρό-δρομος < γαλλ. chemin de fer ή γερμ. Εisenbahn, σιδηρο-πυρίτης < αγγλ.(;) iron pyrite]
- σιδηροβιομηχανία η [siδiroviomixanía] Ο25 : βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου.
[λόγ. σιδηρο- + βιομηχανία μτφρδ. γαλλ. industrie sidérurgique]
- σιδηροβιομήχανος ο [siδiroviomíxanos] Ο19 : ιδιοκτήτης σιδηροβιομηχανίας.
[λόγ. σιδηρο- + βιομήχανος]
- σιδηροδέσμιος -α -ο [siδiroδézmios] & σιδεροδέσμιος -α -ο [siδeroδé zmios] Ε6 : (σε σχήμα υπερβολής) χαρακτηρισμός ανθρώπου δεμένου με χειροπέδες ή αλυσίδες: Tον έφεραν σιδηροδέσμιο.
[λόγ. < ελνστ. σιδηροδέσμιος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σιδερο-]
- σιδηροδοκός η [siδiroδokós] Ο34 : σιδερένιο δοκάρι.
[λόγ. σιδηρο- + δοκός]
- σιδηροδρομικός -ή -ό [siδiroδromikós] Ε1 : που αναφέρεται, που έχει σχέ ση με το σιδηρόδρομο, που γίνεται με ή από αυτόν: Σιδηροδρομική γραμ μή. Σιδηροδρομικό όχημα. ~ σταθμός. Σιδηροδρομικές μεταφορές. Σιδηροδρομικό ταξίδι / εισιτήριο. Σιδηροδρομικό δυστύχημα. || (ως ουσ.) ο σιδηροδρομικός, υπάλληλος ή εργάτης που υπηρετεί στους σιδηροδρόμους.
σιδηροδρομικώς ΕΠIΡΡ με σιδηρόδρομο: H Aθήνα συνδέεται με τη Xαλκίδα οδικώς και ~. [λόγ. σιδηρόδρομ(ος) -ικός· λόγ. σιδηροδρομικ(ός) -ώς]
- σιδηρόδρομος ο [siδiróδromos] Ο19 : I1. χερσαίο συγκοινωνιακό και μεταφορικό μέσο που αποτελείται από βαγόνια και κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές· τρένο: Aτμοκίνητος / ηλεκτροκίνητος ή ηλεκτρικός ~. Οδοντωτός* ~. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ΟΣΕ). Θα ταξιδέψεις με το αεροπλάνο ή με το σιδηρόδρομο; || Εναέριος ~. 2. (μτφ., πειραχτι κά) για πολυσύλλαβη λέξη, όνομα κτλ. II. μεταλλική ράβδος επάνω στην οποία είναι προσαρμοσμένο ένα αντικείμενο, έτσι ώστε να κινείται ελεύθερα από τη μία άκρη της ως την άλλη: ~ για κουρτίνες / για προβολείς.
[λόγ. σιδηρο- + -δρομος μτφρδ. γαλλ. chemin de fer ή γερμ. Εisenbahn]
- σιδηροπαγής -ής -ές [siδiropajís] Ε10 : (τεχν.) σιδηροπαγές σκυρόδεμα, το μπετόν αρμέ.
[λόγ. σιδηρο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής]
- σιδηροπενία η [siδiropenía] Ο25 : (ιατρ.) έλλειψη σιδήρου2, που ανιχνεύε ται στο αίμα.
[λόγ. < γαλλ. sidéropénie < sidéro- = σιδηρο- + αρχ. πενία]
- σιδηροπενικός -ή -ό [siδiropenikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη σιδηροπε νία: Σιδηροπενική αναιμία. Σιδηροπενικό σύνδρομο.
[λόγ. σιδηροπε ν(ία) -ικός]



