Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρυθμιστήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμιστήρας ο [riθmistíras] Ο2 : όργανο, μηχανισμός που ρυθμίζει τη λειτουργία, την κατανάλωση ή την απόδοση μηχανής· ρυθμιστής2.

[λόγ. ρυθμισ- (ρυθμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. régulateur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go