Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεβανσισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβανσισμός ο [revansizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτική τάση ή κίνηση για εκδίκηση και τιμωρία αντιπάλου που μας είχε νικήσει: Γερμανικός ~. H αναβίωση του ρεβανσισμού στη Γερμανία. || (γενικότ.) εκδικητικότητα.

[λόγ. < γαλλ. revanchisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go