Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόπολη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόπολη η [própoli] Ο33 : ρητινώδης ή κολλώδης ουσία που χρησιμοποιούν οι μέλισσες στο εσωτερικό της κυψέλης και στην κατασκευή της κηρήθρας.

[λόγ. < ελνστ. πρόπολ(ις) μεταπλ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go