Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτόγαλα το [protóγala] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : το πρώτο γάλα, το κιτρινωπό γαλακτώδες υγρό που εκκρίνεται αμέσως μετά τον τοκετό.
[ελνστ. πρωτόγαλα]



