Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προύχοντας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προύχοντας ο [prúxondas] Ο5 : παλαιότερος χαρακτηρισμός ανθρώπου που ήταν πλούσιος, είχε κοινωνικό κύρος και ασκούσε επιρροή στην τοπική κοινωνία. || (πληθ.) η τάξη των πλουσίων, και ειδικότερα κατά την Tουρκοκρατία, οι κοινοτικοί άρχοντες, οι πρόκριτοι.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. οἱ προύχοντες `οι σημαντικότεροι άνθρωποι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go