Combined Search
| 294 items total [201 - 210] | << First < Previous Next > Last >> |
- προστέγασμα το [prostéγazma] Ο49 : προστατευτική προεξοχή της στέγης μιας οικοδομής· μαρκίζα.
[λόγ. < ελνστ. προστέγασμα]
- πρόστεγο το [prósteγo] Ο41 : α. προστέγασμα. β. υπόστεγος χώρος στην πλώρη του πλοίου.
[λόγ. προ- στέγ(η) -ον (πρβ. ελνστ. προστέγιον ίδ. σημ., διαφ. το μσν. πρόστεγον `νοίκι΄)]
- προστεθειμένος -η -ο [prosteθiménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν προσθέσει, που έχει προστεθεί.
[λόγ. μππ. < αρχ. προστίθημι]
- προστιθέμενος -η -ο [prostiθémenos] Ε5 : α. που προστίθεται σε κτ.: Tο τρία προστιθέμενο στο εφτά μας δίνει δέκα, όταν προστεθεί
β. (οικον.): Προστιθέμενη αξία, η διαφορά ανάμεσα στο ποσό που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση των προϊόντων της και στο ποσό που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για πρώτες ύλες ή για προϊόντα, σε αρχικά στάδια κατεργασίας: Φόρος προστιθέμενης αξίας.
[λόγ. μπε. του αρχ. προστίθημι (β: μτφρδ. αγγλ. added value)]
- προστιμάρω [prostimáro] Ρ6α : (λαϊκότρ.) επιβάλλω πρόστιμο.
[πρόστιμ(ο) -άρω]
- πρόστιμο το [próstimo] Ο40 : χρηματική ποινή που επιβάλλεται από δικαστήριο για πταίσματα ή από διοικητικό όργανο για πειθαρχικά παραπτώματα ή για φορολογικές παραβάσεις: Tιμωρήθηκε με ~ χιλίων μεταλλικών δραχμών. H τροχαία θα επιβάλει αυστηρά / μεγάλα πρόστιμα στους παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. H εφορία / η ΔΕH βάζει ~ σε όσους δεν εξοφλούν εγκαίρως τις οφειλές τους.
[λόγ. < αρχ. πρόστιμον]
- προστρέχω [prostréxo] Ρ αόρ. προσέτρεξα και (οικ.) πρόστρεξα, απαρέμφ. προστρέξει : (λόγ.) όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη ανάγκη: α. που παρακινεί κπ. να τρέξει ή να σπεύσει να δώσει βοήθεια: Στις φωνές των τραυματιών προσέτρεξαν οι οδηγοί άλλων αυτοκινήτων. β. που αναγκάζει κπ. να ζητήσει βοήθεια· καταφεύγω: Ίδρυμα / υπηρεσία, όπου μπορούν να προστρέξουν οι παλιννοστούντες / οι πρόσφυγες.
[λόγ.: α: αρχ. προστρέχω· β: σημδ. γαλλ. recourir]
- προστριβή η [prostriví] Ο29 : ένταση, οξύτητα στις σχέσεις δύο ή περισσότερων ατόμων, που είναι αποτέλεσμα έντονων διαφωνιών και που μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση: Οι ώρες λειτουργίας του καλοριφέρ είναι αιτία καθημερινών προστριβών ανάμεσα στους ενοίκους των πολυκατοικιών. Δεν ήρθαμε ποτέ σε ~ με τη νύφη μου.
[λόγ. < αρχ. προστρίβ(ω) `τρίβω σε΄ -ή κατά το σχ.: τρίβω - τριβή απόδ. γαλλ. friction]
- προστριβόμενος -η -ο [prostrivómenos] Ε5 : (γλωσσ.) Προστριβόμενα σύμφωνα και ως ουσ. τα προστριβόμενα, ονομασία συμφώνων που αποτελούνται από δύο φωνητικά τμήματα, ένα κλειστό και ένα εξακολουθητικό, π.χ. [ts], [dz].
[λόγ. μπε. του αρχ. προστρίβω `τρίβω πάνω σε κτ.΄ μτφρδ. γερμ. Affrikata (< λατ. affrico `τρίβω πάνω σε κτ.΄)]
- πρόστυλος -η -ο [próstilos] Ε5 : για οικοδόμημα που έχει στην πρόσοψη στοά με κολόνες, κυρίως για ναό ιωνικού ρυθμού με τέσσερις, έξι ή οκτώ κίονες. || (ως ουσ.) το πρόστυλο, η στοά του πρόστυλου κτιρίου.
[λόγ. < ελνστ. πρόστυλος]



