Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυμέρεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυμέρεια η [poliméria] Ο27 : η ιδιότητα του πολυμερούς2 και ειδικότερα η ενασχόληση με πολλά θέματα και η επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης. ANT μονομέρεια: Εντυπωσιάζει η ~ και η ποιότητα της κατάρτισής του.

[λόγ. < ελνστ. πολυμέρεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go