Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλησμονή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλησμονή η [plizmoní] Ο29 : (λόγ.) 1. μεγάλη ποσότητα, πλήθος, αφθονία. 2. (μτφ.) κορεσμός, χορτασμός: Mέχρι πλησμονής.

[λόγ. < αρχ. πλησμονή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go