Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πινακωτή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινακωτή η [pinakotí] Ο29 : I. στενή και επιμήκης ξύλινη σκάφη με χωρίσματα, όπου τοποθετούνται για να φουσκώσουν τα ζυμωμένα ψωμιά πριν να μπουν στο φούρνο. II. είδος παιδικού παιχνιδιού: Παίζουμε την ~;

[πινάκ(ι) -ωτή, θηλ. του -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go