Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετούνια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετούνια η [petúna] Ο25 : είδος καλλωπιστικού φυτού και το αντίστοιχο λουλούδι.

[ιταλ. petunia < γαλλ. petunia < από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go