Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παύ
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παύλα η [pávla] Ο25 : 1. (γραμμ.) σημείο στίξης (- ) με το οποίο δηλώνεται διακοπή της συνέχειας του λόγου, για να παρεμβληθεί μια αυτοτελής ή παρενθετική φράση ή πρόταση: Στο διάλογο, η αλλαγή προσώπου δηλώνεται με ~. Διπλή ~, δυο παύλες (- - ) που απομονώνουν το μέρος του λόγου που περικλείουν. (έκφρ.) τελεία* και ~. 2. γραφικό σημείο με τη μορφή παύλας σε διάφορες χρήσεις: Tο αλφάβητο μορς σχηματίζεται με τελείες και παύλες. Δύο μικρές και παράλληλες παύλες σχηματίζουν το σημείο της ισότητας (=). παυλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. παῦλα `σταμάτημα΄· παύλ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παύση η [páfsi] Ο31 : 1. η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας: ~ εργασιών / πληρωμών. || (ειδικότ.) διακοπή του λόγου, σιωπή: Έκανε μια μικρή ~ και μετά συνέχισε να μιλάει. || (πληθ., παρωχ.) οι διακοπές μαθημάτων στα σχολεία. 2. η απομάκρυνση κάποιου από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Προσωρινή / οριστική ~. Aνακοινώθηκε η ~ δύο υπουργών από την κυβέρνηση. || το σχετικό έγγραφο: Tους κοινοποιήθηκε η ~ τους. 3. (μουσ.) μικρή διακοπή της συνέχειας μουσικού κομματιού και το ειδικό γραπτό σημείο (-) με το οποίο σημειώνεται στο πεντάγραμμο.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παῦ(σις) -ση· 3: σημδ. γαλλ. pause]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παυσίλυπος -η -ο [pafsílipos] Ε5 : (λόγ.) που καταπραΰνει ή καταπαύει τη λύπη: ~ λόγος.

[λόγ. < αρχ. παυσίλυπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παυσίπονος -η -ο [pafsíponos] Ε5 : που σταματά ή που ανακουφίζει τον πόνο: Παυσίπονα φάρμακα. Παυσίπονες ουσίες. || (ως ουσ.) το παυσίπονο, φάρμακο για τους πόνους: H ασπιρίνη είναι το πιο γνωστό παυσίπονο.

[λόγ. < αρχ. παυσίπονος `που βάζει τέλος στους κόπους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παύω [pávo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2, Ρ.5.1 μππ. παυμένος : 1. βάζω τέλος σε μια ενέργεια, σε μια διαδικασία κτλ., διακόπτω, σταματώ κτ. που κάνω: Έπαψα να πηγαίνω / να ακούω / να μιλάω / να τρώω. Πάψε πια την γκρίνια / τα κλάματα. Πάψε να λες ψέματα / να κάνεις ανοησίες / να κοροϊδεύεις. || (ειδικότ.) σταματώ να μιλάω, σωπαίνω: Πάψε πια! || (ως παράγγελμα) Παύσατε πυρ*. || (έκφρ.) δεν ~ να…, συνεχίζω: Δεν έπαψε να τον αγαπάει. Δεν παύει να αναρωτιέται και να ψάχνει. Δεν παύει να ισχύει / να θεωρείται σημαντικό. 2. απομακρύνω κπ. από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Ο υπάλληλος παύθηκε προσωρινά / οριστικά. Ο πρωθυπουργός έπαυσε τον υπουργό. 3. (στο γ' πρόσ.) φτάνω στο τέλος, τελειώνω, σταματώ: Έπαυσε ο άνεμος / ο πόνος / η τρικυμία. Tα μαθήματα / τα σχολεία παύουν το καλοκαίρι. Έπαυσαν οι εχθροπραξίες. Nα πάψουν οι φλυαρίες.

[αρχ. παύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go