Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραισθησία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραισθησία η [paresθisía] Ο25 : (στη νευρολογία) υποκειμενική διαταραχή της αισθητικότητας του δέρματος, που οφείλεται σε αλλοιώσεις των νεύρων ή του κεντρικού νευρικού συστήματος.

[λόγ. < γαλλ. paresthésie < par(a)- = παρ(α)- 1 + αρχ. αἴσθησ(ις) -ie = -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραισθησιακός -ή -ό [paresθisiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στις παραισθήσεις: Παραισθησιακή κατάσταση.

[λόγ. παραίσθησ(ις) -ιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go