Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλλακίδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλλακίδα η [palakíδa] Ο26 : 1.γυναίκα που συζεί και συνδέεται ερωτικά με άντρα, κατά το θεσμό της παλλακείας· παλλακή. 2. (σπάν.) ερωμένη αντρός η οποία συγκατοικεί με αυτόν χωρίς να συνδέεται με σχέση γάμου και κατά παράβαση των θεσμών που σήμερα ισχύουν.

[λόγ. < αρχ. παλλακίς, αιτ. -ίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
παλλακίδα η· πελλακίδα.
  • Παλλακίδα, ερωμένη:
    • (Απολλών. 64), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2129).

[αρχ. ουσ. παλλακίς. Η λ. και σήμ.

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go