Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίκλα η [píkla] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : λαχανικά (αγγουράκια, πιπεριές, κουνουπίδι κτλ.) και αρωματικοί σπόροι διατηρημένοι μέσα σε ξίδι ή άρμη: Στα ράφια του σουπερμάρκετ υπάρχει μεγάλη ποικιλία από πίκλες.
[λόγ. πληθ. πίκλες < αγγλ. pickles (πληθ., ορθογρ. δαν.)]



