Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουρολοίμωξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρολοίμωξη η [urolímoksi] Ο33 : λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος.

[λόγ. ουρο- + λοίμωξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go