Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορθό
68 items total [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοπεταλιά η [orθopetalá] Ο24 : κίνηση του ποδηλάτη κατά την οποία αυτός πατάει τα πετάλια χωρίς να κάθεται στη σέλα: Kάνω ~. Aνέβηκε την ανηφόρα με ~.

[ορθο- 1 + πεταλιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθοπόδαρον το.
  • Ίσιο πόδι·
    • (εδώ με το ουσ. τσαγανός σχήμα αδυνάτου):
      • ορθοπόδαρα από τσαγανούς λίτρες σαράντα (Σπανός B 17).

[<επίθ. ορθός + ουσ. ποδάριν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοποδίζω [orθopoδízo] Ρ2.1α & ορθοποδώ [orθopoδó] Ρ10.9α : περνώ από μια κακή κατάσταση, ιδίως οικονομική, σε μια καλή ή γενικά ικανοποιητική: Ορθοποδίζει μια χώρα / μια οικονομική επιχείρηση. Επί Tρικούπη έγινε η πρώτη προσπάθεια να ορθοποδίσει η ελληνική κοινωνία. || Ο γάμος του παιδιού, η ανακαίνιση του σπιτιού, στοίχισαν πολύ και τα οικονομικά μας έκαναν καιρό να ορθοποδίσουν.

[λόγ. < μσν. ορθοποδίζω < ελνστ. ὀρθοποδ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ορθοποδησ-· λόγ. < ελνστ. ὀρθοποδῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθοποδώ.
  • Βαδίζω ίσια, στο σωστό δρόμο·
    • (εδώ μεταφ.) βρίσκομαι ή επανέρχομαι σε καλή κατάσταση, προοδεύω:
      • αφόντις άρχισε το σχίσμα … ούτε η Βασιλεία ούτε η Εκκλησία ορθοπόδησαν (Ροδινός 149).

[μτγν. ορθοποδέω. Τ. ορτο‑ κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθοποιώ.
  • Ενεργώ σωστά·
    • (προκ. για δικαστή) κρίνω δίκαια:
      • τους κριτάδες τούς εκατάστησαν να ορθοποιούν και να συμβουλεύγουν χήρας και ορφανούς (Ασσίζ. 2923).

[<επίρρ. ορθά + ποιώ. Η μτχ. ‑ών σε σχόλ. (TLG). Η λ. στον Κουμαν. με διαφορ. σημασ. (λ. ‑έω ‑ώ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθόπτερα τα [orθóptera] Ο40 : (ζωολ.) τάξη εντόμων, των οποίων τα μπροστινά φτερά έχουν μαλακά έλυτρα, ενώ τα πισινά είναι διπλωμένα κάτω από τα μπροστινά: Tο πιο γνωστό από τα ~ είναι η ακρίδα.

[λόγ. < γαλλ. orthoptères < ortho- = ορθο- 1 + αρχ. πτερ(όν) `φτερό΄ -α, ουδ. πληθ. του -ος (διαφ. το αρχ. ὀρθόπτερος `με ψηλούς λόφους΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθός, επίθ.· ορτός.
  • 1)
    • α) Σε όρθια θέση, κάθετος, κατακόρυφος:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 282r), (Ορνεοσ. αγρ. 5507
      • έκαμεν τα σανίδια για το μίσκαν ξύλα εδρινά ορτά (Πεντ. Έξ. XXXVI 20
      • (εδώ προκ. για την τεχνική της ορθομαρμάρωσης):
        • εναι κτισμένος (ενν. ο Άγιος Τάφος του Χριστού) μετά μαρμάρων ορθών (Προσκυν. Λαύρ. 874 958
    • β) (προκ. για άνθρωπο) που στέκεται στα πόδια του, όρθιος:
      • (Ιστ. πατρ. 17317), (Κορών., Μπούας 77
      • (εδώ σε μεταφ.):
        • ημέρα και νύχτα έστεκεν ορθός απάνω εις την υψηλήν σκοπιάν της εκκλησίας του Χριστού (Χίκα, Μονωδ. 3673‑74
    • γ) (προκ. για ανάστημα) στητός:
      • Εβασίλευσεν … (ενν. ο Αλέξιος) … έχων το ήθος χάριεν και την ηλικίαν ορθήν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 61).
  • 2) Ίσιος, ευθύγραμμος:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 100), (Ιερακοσ. 3519, 49923).
  • 3) (Προκ. για κούπα) ψηλός:
    • κούπαν ορθήν ολόχρυσην (Φλώρ. 985).
  • 4) Μεταφ.
    • α) αληθινός, γνήσιος:
      • (Λίβ. Esc. 3766
      • θαύμα παράδοξον, έργον ορθής αγάπης (Διγ. Gr. 927
    • β) ειλικρινής:
      • εξομολόγησιν ορθήν ποίησον (Συναξ. γαδ. 105
    • γ) σταθερός, ακλόνητος:
      • προς τον βασιλέα πίστιν ορθήν έχοντα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 342· Φαλιέρ., Ιστ. 347
    • δ) πιστός:
      • φίλε καλέ … ορθέ εις τούς αγαπήσεις (Λίβ. Sc. 3041
    • ε) συνεπής στην αποστολή του:
      • Τάχα πού ορθός ει (ενν. ιερέα) επί πάσαν σου τάξιν, ό υπεσχέθης …; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 115
    • στ) σωστός, συνετός:
      • (Αλφ. (Μπουμπ.) I 78
      • άνθρωπος ορθός και δίκαιος εις την κρίσιν του (Διηγ. Αλ. V 20817
    • ζ) έντιμος, ενάρετος:
      • (Μαχ. 53429
      • τον εύτακτον και ορθόν βίον, με τον οποίον κυβερνώνται οι καλοί … άνθρωποι (Σοφιαν., Παιδαγ. 103
    • η) πρόθυμος:
      • την βλέπει (ενν. την εδικήν του) φρόνιμη και ορθή στην όρεξίν του (Φαλιέρ. Ιστ. 600).
  • 5) Ορθόδοξος:
    • Έξω να εβγήκε κανείς από τον νου του, … όποιος ειπεί … ότι ο Θεός αφήνει την ορθήν εκκλησίαν να ερημάσει … (Ροδινός 150).
  • Το αρσ. ως ουσ. = παραστάδα πόρτας:
    • να πάρουν από το αίμα του προβάτου και να το βάλουν εις τους δύο ορθούς … της πόρτας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 165v).
  • Το ουδ. σε επιρρ. χρ. = κάθετα:
    • σχίσον ορθόν ηρέμα το πτερόν (ενν. του ιέρακος) (Ιερακοσ. 47525).

[αρχ. επίθ. ορθός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθός -ή -ό [orθós] Ε1 : 1α. (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε όρθια στάση· όρθιος. ANT καθιστός, ξαπλωμένος: Είναι / στέκεται ~. β. που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση. || (μαθημ.) Ορθή γωνία, που οι δύο πλευρές της είναι κάθετες μεταξύ τους: H ορθή γωνία έχει άνοιγμα ενενήντα μοιρών. || (γραμμ.) Ορθές πτώσεις, η ονομαστική και η κλητική. ANT πλάγιες. 2. που είναι σωστός, που δεν είναι εσφαλμένος: Ορθή γνώμη / άποψη / ενέργεια / παρατήρηση. ~ συλλογισμός / τρόπος. H ορθή γραφή μιας λέξης· (πρβ. ορθογραφία). Ορθή θρησκεία / πίστη, αληθινή. Ορθή απαίτηση, λογική. Ορθή κρίση / απόφαση / ποινή / τιμωρία. Ο ~ λόγος*. || Πολιτικά ~, που καταβάλλει προσπάθεια να απαλείψει κοινωνικές προκαταλήψεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς για άτομα ή για κοινωνικές ομάδες: Δεν είναι πολιτικά ορθό να αποκαλούνται ανώμαλα τα παιδιά με κάποιου είδους νοητική στέρηση. || (ως ουσ.) το ορθό, το σωστό ή το δίκαιο. ορθά & ορθώς ΕΠIΡΡ: Mία ~ σχεδιασμένη επιχείρηση. ΦΡ ~ κοφτά, ευθέως, χωρίς περιστροφές: Mιλάω / λέω κτ. ~ κοφτά.

[λόγ. < αρχ. ὀρθός, ὀρθῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοσκόπηση η [orθoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) ιατρική εξέταση του ορθού εντέρου.

[λόγ. ορθο- 2 + -σκόπη(σις) -ση (διαφ. το ελνστ. ρ. ὀρθοσκοπῶ `βλέπω ίσια΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοσκοπικός -ή -ό [orθoskopikós] Ε1 : 1. για οπτικό όργανο που είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε το σχηματιζόμενο είδωλο να μην παραμορφώνει το περίγραμμα και τις αναλογίες του αντικειμένου: ~ φακός. 2. που γίνεται με ορθοσκοπικό όργανο: Ορθοσκοπική εξέταση.

[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + -scopic < αρχ. σκοπ(ῶ) `παρατηρώ΄ -ic = -ικός]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7   Next >
Go to page:Go