Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξολοθρεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξολοθρεύω [ksoloθrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) εξολοθρεύω.

[μσν. εξολοθρεύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go