Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιονιό το [nonó] Ο38 : (προφ.) η ικανότητα να σκέφτεται και να ενεργεί κανείς λογικά και έξυπνα· μυαλό, γνώση: Tο κεφάλι σου είναι άδειο, δεν έχει ντιπ ~. Bάλε το ~ σου να δουλέψει. ΦΡ βάζω ~, συνετίζομαι· ΣYN ΦΡ βάζω μυαλό / γνώση.
[ίσως ιταλ. (νότ. διάλ.) gnogno [nóno] `κουτός΄ με μετακ. τόνου (αναδρ. σχημ.)]



