Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νε
398 items total [271 - 280]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νες το [nés] & νες ο [nés] Ο (άκλ.) : νεσκαφέ, συνήθ. στη σημ. β: Φέρε μου, σε παρακαλώ, ένα ~ γλυκό με γάλα.

[< νεσκαφέ με αποβ. του β' συνθ.· αρσ. κατά το καφές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσεσέρ το [nesesér] Ο (άκλ.) : 1.μικρή, συνήθ. δερμάτινη, θήκη με τα απαραίτητα σύνεργα: α. για την περιποίηση των χεριών, του προσώπου κτλ. β. για το ράψιμο. 2. θήκη με διάφορα εργαλεία για μικροεπισκευές.

[λόγ. < γαλλ. nécessaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσκαφέ το [neskafé] Ο (άκλ.) : α.καφές στιγμιαίας παρασκευής σε κόκκους ή σε σκόνη, προϊόν μιας συγκεκριμένης εταιρείας: Ένα κουτί / φακελάκι ~. || (επέκτ.) στιγμιαίος καφές οποιασδήποτε εταιρείας. β. ρόφημα από νεσκαφέ, διαλυμένο σε νερό: Zεστό / παγωμένο ~.

[γαλλ. Nescafé σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεστοριανισμός ο [nestorianizmós] Ο17 : η διδασκαλία του αιρετικού πατριάρχη Nεστόριου.

[λόγ. < μσνλατ. nestorianismus (-ismus = -ισμός) < nestorianus `οπαδός του Νεστόριου΄ < ελνστ. όν. Νεστόριος (πρβ. ελνστ. νεστοριασμός ίδ. σημ., νεστοριανίζω `ασπάζομαι τις ιδέες των Νεστοριανών΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
νεστοριανός ο.
  • Οπαδός της αίρεσης του Νεστορίου (συν. στον πληθ.):
    • (Ασσίζ. 23611
    • λέγουσι τινές ότι και ο καλόγηρος οπού εδίδαξε τον Μωάμεθ να ήτον νεστοριανός (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 279).

[<κύρ. όν. Νεστόριος + κατάλ. ‑ιανός. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
νεστόριος ο· νεστούρης· νεστούριος· νιστούριος· νουστούρης· πληθ. νεστορίοι· νεστούροι.
  • Νεστοριανός:
    • (Ασσίζ. 87
    • υποκάτωθεν αυτού (ενν. του Γολγοθά) τυγχάνουν εκκλησίαι, νεστόριοι, Χαμπέσιοι, … Κόπται (Προσκυν. Εθν. βιβλ. 2043 400).

[κύρ. όν. Νεστόριος ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Nέστωρ ο [néstor] Ο γεν. Nέστορα : 1.ομηρικός βασιλιάς της Πύλου, ο γηραιότερος και σοφότερος από τους αρχηγούς που πήραν μέρος στον Tρωικό Πόλεμο. 2. (μτφ.) ο πιο ηλικιωμένος και πιο συνετός μέσα σε μια κοινότητα, σε ένα σύνολο ατόμων: Είναι ο ~ της πολιτικής.

[λόγ. < αρχ. Νέστωρ]

[Λεξικό Κριαρά]
νέτα, επίρρ.
  • 1) Καθαρά·
    • (προκ. για χρηματικό ποσό μετά την αφαίρεση εξόδων, εξόφληση οφειλών, κ.τ.ό.):
      • απομένουν νέτα υπέρπυρα τοέ (Βαρούχ. 11824).
  • 2) Χωρίς εκκρεμότητες, υποχρεώσεις:
    • νέτα είναι τα … χωράφια του άνωθεν άρχων (Βαρούχ. 31110).
  • 3) (Ναυτ.)
    • α) (προκ. για θάλασσα) χωρίς ξέρες ή άλλα εμπόδια:
      • όπου θέλεις … 'ράξε και είναι νέτα (Πορτολ. Β 228
    • β) (συνεκδ.) με ασφάλεια:
      • αν θέλεις να έμπεις μέσα (ενν. στο νησίν) … έμπα νέτα (Πορτολ. Β 2223).

[<επίθ. νέτος. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. νέτα-σκέτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νετάρισμα το [netárizma] Ο49 : 1.(λαϊκ.) η ενέργεια του νετάρω. 2. (φωτογρ.) το καθάρισμα μιας θολής εικόνας.

[νετάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νετάρω [netáro] Ρ6α μππ. νεταρισμένος : 1.(λαϊκ.) αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: Nετάραμε με το ξεφόρτωμα / με τη δουλειά. || απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση: Nετάρισα με το στρατό, ξόφλησα. 2. (λαϊκ.) α. εξαντλώ κτ., μου τελειώνει κτ.: Tα νετάραμε τα λεφτά. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω: H μορφίνη τον νέταρε / τον νετάρισε. 3. (φωτογρ.) ρυθμίζω το φακό της μηχανής με τέτοιον τρόπο, ώστε να καθαρίσω μια θολή εικόνα.

[βεν. netar (ιταλ. nettare)]

< Previous   1... 26 27 [28] 29 30 ...40   Next >
Go to page:Go