Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεύρο
28 items total [11 - 20]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρολόγος ο [nevrolóγos] Ο18 θηλ. νευρολόγος [nevrolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη νευρολογία: Επίσκεψη σε νευρολόγο.

[λόγ. < γαλλ. neurologue < neuro(logie) = νευρο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροπάθεια η [nevropáθia] Ο27 : κάθε μορφή νευροψυχικής διαταραχής.

[λόγ. < γαλλ. névropathie, neuropathie < névro-, neuro- = νευρο- + -pathie = -πάθεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροπαθής -ής -ές [nevropaθís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο νευροπαθής, θηλ. νευροπαθής, αυτός που έχει νευροπάθεια.

[λόγ. < γαλλ. névropathe < névropath(ie) -ής (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροπαθολογία η [nevropaθolojía] Ο25 : η μελέτη των παθήσεων του νευρικού συστήματος.

[λόγ. < γαλλ. névropathologie < névro(logie) = νευρο(λογία) + pathologie = παθολογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροπαθολογικός -ή -ό [nevropaθolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νευροπαθολογία.

[λόγ. < γαλλ. névropathologique < névropatholog(ie) = νευροπαθολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροπληξία η [nevropliksía] Ο25 : νευρικός κλονισμός που προκαλείται από τραυματισμό ή από μεγάλη κακουχία του οργανισμού.

[λόγ. νευρο- + -πληξία κατά το καταπληξία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρόπτερα τα [nevróptera] Ο40 : τάξη εντόμων που έχουν διαφανή φτερά με νευρώσεις.

[λόγ. < γαλλ. névroptères < névro- = νευρο- + αρχ. πτερ(όν) -α, πληθ. του -ον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρόσπασμα το [nevróspazma] Ο49 : (οικ.) άνθρωπος υπερβολικά νευρικός· νευρόσπαστο.

[λόγ. < ελνστ. νευρόσπασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρόσπαστο το [nevróspasto] Ο41 : 1.μαριονέτα: Kινείται σαν ~, με σπασμωδικές κινήσεις. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος υπερβολικά νευρικός· νευρόσπασμα. β. (παρωχ.) άνθρωπος που είναι άβουλο όργανο κάποιου ισχυρού· ανδρείκελο, μαριονέτα.

[λόγ. < ελνστ. νευρόσπαστον `που κινείται με νευρές (χορδές)΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νευρότρωτος, επίθ.
  • Τραυματισμένος στα νεύρα ή τους τένοντες:
    • Εις νευροτρώτους (Ιερακοσ. 49516).

[μτγν. επίθ. νευρότρωτος]

< Previous   1 [2] 3   Next >
Go to page:Go