Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεγκλιζέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεγκλιζέ [neglizé] (άκλ.) : 1α.(ως επίθ.) ατημέλητος: Ήμουν ~ και δεν μπορούσα να τον δεχτώ. β. (ως επίρρ.): Είναι ντυμένη ~. 2. (ως ουσ.) το νεγκλιζέ, είδος ελαφριάς, πολυτελούς γυναικείας ρόμπας· ντεζαμπιγέ.

[λόγ. < γαλλ. négligé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go