Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: να
201 items total [161 - 170]
[Λεξικό Κριαρά]
ναυπλιώτικος, επίθ.
  • Που προέρχεται από το Ναύπλιο:
    • γαλιότη … ναυπλιώτικη (Byz. Kleinchron. Ά 3117).

[<εθν. Ναυπλιώτης + κατάλ. ‑ικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυς η [náfs] Ο πληθ. νήες : (λόγ.) εμπορικό ή πολεμικό αρχαίο ελληνικό πλοίο.

[λόγ. < αρχ. ναῦς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυσιπλοΐα η [nafsiploía] Ο25 : η μετακίνηση ή η μεταφορά από έναν τόπο σε άλλο με πλοίο: H ~ στη Mεσόγειο. Ελεύθερη ~. Xάρτες / οδηγίες ναυσιπλοΐας. || η πρακτική και η τεχνική του πλου.

[λόγ. < αρχ. ναυσι- (ναῦς) + -πλοΐα κατά το ελνστ. ταχυπλοΐα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύσταθμος ο [náfstaθmos] Ο19 : λιμάνι ή όρμος όπου ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και ανεφοδιάζονται πολεμικά πλοία.

[λόγ. < ελνστ. ναύσταθμος (αρχ. ναύσταθμον τό)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυταθλητικός -ή -ό [naftaθlitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το θαλάσσιο αθλητισμό.

[λόγ. ναυταθλητ(ισμός) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυταθλητισμός ο [naftaθlitizmós] Ο17 : θαλάσσιος αθλητισμός.

[λόγ. ναυτ(ο)- + αθλητισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυταπάτη η [naftapáti] Ο30 : δόλια βλάβη σε πλοίο ή σε φορτίο εμπορικού πλοίου, που προκαλείται από μέλος του πληρώματος.

[λόγ. ναυτ(ο)- + απάτη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτασφάλεια η [naftasfália] Ο27 : η σύμβαση με την οποία ασφαλίζεται το πλοίο και το φορτίο του από τους κινδύνους της θάλασσας· θαλασσασφάλεια.

[λόγ. ναυτ(ο)- + ασφάλεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτεργάτης ο [nafterγátis] Ο10 : ναύτης εμπορικού πλοίου ή εργάτης λιμανιού.

[λόγ. ναυτ(ο)- + εργάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτεργατικός -ή -ό [nafterγatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ναυτεργάτη ή που αποτελείται από ναυτεργάτες: Nαυτεργατική ομοσπονδία / οικογένεια. Nαυτεργατικό νομοσχέδιο.

[λόγ. ναυτεργάτ(ης) -ικός]

< Previous   1... 15 16 [17] 18 19 ...21   Next >
Go to page:Go