Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυρμηκιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μυρμηκίασις η.
  • Σαρκώδης έκφυση του δέρματος, «μυρμηγκιά»:
    • (Ιερακοσ. 49527).

[μτγν. ουσ. μυρμηκίασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go