Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάγκος ο· μπάκος· πάγκος.
-
— Βλ. και μπάνκα.
- 1) Πάγκος:
- εκάθισέν τον εις ένα μπάκον ψηλόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 185v).
- 2) Έπιπλο για την τοποθέτηση και φύλαξη ρούχων· ιματιοθήκη:
- έγεμε η κάμαρα κι οι πάγκοι μου τα ρούχα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 834).
- 3) Εδώλιο, σειρά κωπηλατών ιστιοφόρου πλοίου:
- στα κάτεργα τσι φέρανε (ενν. τους Τούρκους) και … βάλασί τσι 'ς τσι πάγκους και με τσ’ άλυσες κάτω καρφώσασί τσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33012)·
- (σε γεν. πληθ. με αριθμητ. για να δηλωθεί το μέγεθος πλοίου):
- φούστα … μεγάλη, … εικοσιδυό παγκών (Τριβ., Ταγιαπ. 97).
- 4) Τραπέζι πληρωμών, συναλλαγών· τράπεζα:
- (Βουστρ. 4813)·
- μονέδα του μπάγκου (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2α)·
- (προκ. για τελωνείο):
- εκάθετον (ενν. ο Ματθαίος) εις έναν μπάκον οπού αλλάζουν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 253v).
[<ιταλ. banco. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. πά‑ (Meursius) και σήμ.]
- 1) Πάγκος:



