Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοντερνιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντερνιστής ο [modernistís] Ο7 θηλ. μοντερνίστρια [modernístria] Ο27 : συνήθ. για καλλιτέχνη ή για άνθρωπο των γραμμάτων που ακολουθεί το μοντερνισμό.

[λόγ. < γαλλ. moderniste (-iste = -ιστής)· λόγ. μοντερνισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go