Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονάρχας
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μονάρχας ο· πληθ. μονάρχοι.
  • Μονάρχης:
    • ελογάριαζα … ν’ απομείνω σ’ όλο τον κόσμον, ο λωλός, μονάρχας (Ερωφ. (Ξανθουδίδη) Γ́ 286 (κατά χφ Χ· Αλεξίου-Αποσκίτη ‑ης)).

[ουσ. μονάρχης με επίδρ. του ιταλ. monarca. Η λ. στο Βλάχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go