Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθωτικός -ή -ό [misθotikós] Ε1 : (νομ.) που αναφέρεται στη μίσθωση: Mισθωτικοί όροι.

[λόγ. μισθωτ(ής) -ικός (πρβ. ελνστ. μισθωτικόν `συμβολή που προσφέρει ο μισθωτής΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες